καβατζάρω

καβατζάρω
(λ. ναυτ.), παρακάμπτω ακρωτήριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καβατζάρω — ναυτ. 1. παρακάμπτω ακρωτήριο, κάβο 2. σύρω σχοινί από τη μια πλευρά τού πλοίου στην άλλη 3. μτφ. αποφεύγω, ξεπερνώ κάποιον ή κάτι …   Dictionary of Greek

  • καβαντζάρω — καβατζάρω* …   Dictionary of Greek

  • καβατζάρισμα — και καβαντζάρισμα, το [καβατζάρω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού καβατζάρω, η παράκαμψη …   Dictionary of Greek

  • σκαβαντζάρω — και σκαβαντάρω, Ν ναυτ. καβατζάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < καβατζάρω με προθετικό σ (πρβλ. σκόνη: κόνις)] …   Dictionary of Greek

  • περιβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. θέτω, τοποθετώ κάτι ολόγυρα ή πάνω από κάτι άλλο 2. περικλείω, περικυκλώνω, ζώνω 3. καλύπτω, σκεπάζω κάτι ολόγυρα, επικαλύπτω, περικαλύπτω (α. «μέ περιβάλλει βαθύ σκοτάδι» β. «ἤδη γάρ με περιβάλλει σκότος», Ευρ.) 4. ντύνω, ενδύω… …   Dictionary of Greek

  • περιγνάμπτω — ΜΑ κάμπτω, κλίνω, λυγίζω αρχ. 1. προχωρώντας ή οδηγώντας παρακάμπτω κάτι και τό προσπερνώ 2. (για πλοίο) περιπλέω ακρωτήριο, παρακάμπτω, καβατζάρω 3. κυρτώνομαι, λυγίζω 4. μτφ. εξαναγκάζω κάποιον να μεταβάλει γνώμη, τόν κάνω να καμφθεί, να… …   Dictionary of Greek

  • καβατζάρισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καβατζάρω, παράκαμψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρακάμπτω — παρέκαμψα, παρακάμφθηκα 1. αποφεύγω εμπόδια, δυσκολίες. 2. (για πλοία), καβατζάρω, παραπλέω ακρωτήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”